εισπηδώ

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσπηδῶ, -άω)
πηδώ μέσα
μσν.- νεοελλ.
κατορθώνω να καταλάβω θέση ή αξίωμα με δόλιο τρόπο ή αντικανονικά
μσν.
πηδώ επάνω, ανεβαίνω
αρχ.-μσν.
εμφανίζομαι, μπαίνω με ορμή, επιτίθεμαι.