εκβιβάζω

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ἐκβιβάζω (AM)
εκτελώ δικαστική απόφαση
αρχ.
1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν' αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του
2. φέρνω κάτι στο τέρμα
3. παρασύρω
4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω
5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος
6. εισπράττω
7. ικανοποιώ απαιτήσεις
8. διεξάγω δίκη ως δικηγόρος.