ἐκβιβάζω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
Att. fut. ἐκβιβῶ, causal of ἐκβαίνω,
A make to go or come out, ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον Ar.Av.662; ἐκβιβάζω ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος = turn a river out of its channel, Hdt.7.130; ἐκβιβάζω τῶν ὁδῶν X.Eq.Mag.1.18; ἐκβιβάζω τινὰ δικαίων λόγων = stop one from discussing the question of justice, Th.5.98.
b in athletic contests, ἐκβιβάζω κλήρους = eliminate, i.e. win heats, IGRom.3.626 (Xanthus), al.; ἅρματι ἐγβιβάζων SIG728 H (Delph., i B.C.).
c bring to a close, μέτρον, κῶλον, Phld.Po.Herc.1676.12.
2 esp. land persons or goods from a ship, disembark, Th.7.39, Pl.Grg. 512a, PMcyer21.8 (iii/iv A.D.):—Pass., Artem.Eph. ap. Porph.Antr.4.
3 = ἐμβιβάζω 3 (quod fort. leg.), εἰς τὸν πόλεμον Plb.27.7.8.
II carry out a measure, etc., εἵνεκεν τοῦ τὸ ἐπίταγμα ἐκβιβασθῆμεν IG5(1).1432.8 (Messene), cf. POxy.1195 (ii A.D.).
III levy execution on, τινά Cod.Just.3.2.4, 12.60.7.3 (Pass.).
IV satisfy a person's claim, PTeb.398.18 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 754] herausgehen, aussteigen lassen, bes. aus dem Schiffe, ans Land setzen; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. τοὺς ναύτας 7, 39; ἐκ τῶν νεῶν 6, 64; Xen. Hell. 2, 1, 24 u. öfter; ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον Ar. Av. 662, aufjagen aus; – τὸν ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος χώματι, durch einen Damm ablenken, ableiten, Her. 7, 130; τῶν ὁδῶν ἵππους, ablenken vom Wege, Xen. mag. equ. 1, 18; übertr., τῶν λόγων δικαίων τινά Thuc. 5, 98; – τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Pol. 27, 6, 8.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκβιβῶ, ao. ἐξεβίβασα;
1 faire sortir de : ἐκ τῶν νεῶν THC, abs. ἐκβιβάζειν faire débarquer;
2 détourner : ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος HDT un fleuve de son lit.
Étymologie: ἐκ, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβῐβάζω:
1 выводить (на берег), высаживать, выгружать (εἰς τὸν λιμένα Plat.; ἐκ τῶν νεῶν Thuc., Xen.; τοὺς στρατιώτας Plut.);
2 отводить (ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος Her.);
3 отклонять, сбивать (ἵππους τῶν ὁδῶν Xen.; τινὰ τῶν δικαίων λόγων Thuc.);
4 толкать, побуждать (τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. –βιβῶ, ἐνεργ. μεταβατ. τοῦ ἐκβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ ἐκβῇ ἢ ἐξέλθῃ, ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 662· ἐκβιβάζω ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος, παρατρέπω ποταμὸν ἐκ τῆς κοίτης αὐτοῦ, Ἡρόδ. 7. 130· ἐκβ. τινὰ ὁδοῦ Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 18· ἐκβιβάζω τινὰ δικαίων λόγων, κάμνω τινὰ νὰ παύσῃ τὰς περὶ δικαιοσύνης συζητήσεις αὐτοῦ, Θουκ. 5. 98. 2) κυρίως, ἀποβιβάζω τινὰ ἐκ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 39. Πλάτ. Γοργ. 511Ε. 3) εἰσπράττω διὰ τῆς βίας χρέη ἢ φόρους, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4., 12. 61, 7.
Spanish (DGE)
I c. sent. local de ἐκ
1 obligar, forzar a salir c. ἐκ y gen. τὸν ποταμὸν ... χώματι ἐκ τοῦ αὐλῶνος ἐκβιβάσαντα Hdt.7.130, ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον Ar.Au.662, c. gen. ἐκβιβάζοντας τῶν ὁδῶν καὶ ταχὺ ἐλαύνοντας ἐν τόποις παντοδαποῖς sacando (a sus monturas) de los caminos y galopando por todo tipo de terrenos X.Eq.Mag.1.18, sin indic. del lugar Βίκτορα ἐκβιβάσας ... ἐφόνευσεν PMich.660.10 (VI d.C.)
•fig. τὸν θεὸν ... ἑνὸς κόσμου Plu.2.426e
•sacar fuera, desplazar en v. pas., c. gen. τὸν ἀθλητὴν ... μὴ ἐκβιβασθῆναί ποτε τοῦ χώρου Philostr.VA 4.28
•sin rég. de lugar quitar de enmedio, fig. eliminar τὸ μέτρον ... ἢ τὸ κῶλον Phld.Po.C 23.3.
2 fig. desviar c. ac. y gen. τῶν δικαίων λόγων ἡμᾶς Th.5.98, c. compl. de direcc. ‘hacia’ ἐπὶ τὸ σεμνότερον ... ἐκβιβάζειν τὴν ὀνομασίαν D.H.Dem.56.5
•trasladar εἰς τὴν ἀλλοτρίαν ἀρχὴν ἐκβιβάζων τὸν ἄνδρα (un relato) que traslada a este hombre (a Néstor) a un reino ajeno Str.8.3.29.
3 náut. desembarcar, hacer desembarcar esp. c. ac. de pers. ἐκ τῶν νεῶν ὅσους ἔπεισαν ἐσβῆναι ἐκβιβάζοντες Th.3.81, cf. Polyaen.5.38, τοὺς ναύτας Th.7.39, cf. Pl.Grg.512a, τοὺς στρατιώτας X.HG 5.1.7, D.S.12.3.4, τὴν δύναμιν Plb.5.3.5, D.S.15.14.4, τὴν δύναμιν ἅπασαν εἰς γῆν Charito 8.2.8, cf. I.AI 13.333, τὸν λεών D.H.1.11, τὴν κόρην Longus 2.27.3, en v. pas. οὗ λέγεται τὸν Ὀδυσσέα ὑπὸ τῶν Φαιάκων ἐκβιβασθῆναι Artem.Eph.Geog.55, ref. mercancías PMeyer 21.8 (III/IV d.C.).
4 agon. hacer saltar del carro en marcha al ἀποβάτης q.u., ἡνίοχος ἐγβιβάζων SEG 41.115.1.7 (Atenas II a.C.), IG 22.2314.1.38 (II a.C.), ἡνίοχο] ς ζεύ[γ] ει ἐγβιβάζων IG 22.2317.49 (II a.C.), ἅρματι ἐγβιβάζων FD 2.45 (I a.C.).
II c. valor perfectivo de ἐκ
1 cumplir, ejecutar instrucciones, disposiciones legales, etc. (τὴν) ἀπόφασιν οἱ ἔπαρχοι Pall.V.Chrys.8.25, una sentencia SEG 31.122.9 (Ática II d.C.), τὴν συνθήκην ἐκβίβασον ἢ τὸν βίον σου παράδος cumple la apuesta o entrega tus bienes, Vit.Aesop.G 72, en v. pas. τὸ ἐπίταγμα IG 5(1).1432.8 (Mesene I a./d.C.), οὔπω [ἐ] κβιβασθέντων τῶν διὰ [τῆς] ἐπιστολῆς σου ἐνγεγρα[μμέν] ων SB 12833.17 (II d.C.), τὴν εὐεργεσίαν τῆς ἐμῆς δωρεᾶς διὰ παντὸς τοῦ κόσμου ἐκβιβασθῆναι προσέταξα edicto en Eus.HE.7.13, una sentencia Cod.Iust.9.4.6.7
•procesar c. ac. de pers. αὐτόν Cod.Iust.3.2.4, en v. pas. Cod.Iust.12.60.7.3.
2 jur. llevar a término, resolver una querella μέχρι οὗ ἐκβιβάσω ἃ ἔχει πρὸς με PHamb.4.10 (I d.C.), cf. PFouad 22.2.14 (II d.C.), τὰ ἐνεστῶτ[ά μοι π] ρὸς Ἑρμ[α] ῖον POxy.1195.8 (II d.C.), τὰ περὶ τούτων ἐγβιβάσω ἰδίαις δαπάναις PHamb.70.20 (II d.C.), en v. pas. ἄχρι οὗ ἐκβιβασθῇ ἃ ἔχω πρὸς αὐτούς POxy.2852.36 (II d.C.), cf. 260.15 (I d.C.).
3 agon. superar, vencer pruebas sucesivas en una competición deport. νεικήσαντα καὶ ἐκβιβάσαντα κλήρους ἐννέα ἄπτωτον TAM 2.301.13, cf. 305.7 (ambas Janto, imper.), ἐ] κβιβάσας κλήρους ηʹ ἀγῶνος ἐτησίου TAM 2.677.16 (Cadianda, imper.).
Greek Monolingual
ἐκβιβάζω (AM)
εκτελώ δικαστική απόφαση
αρχ.
1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν' αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του
2. φέρνω κάτι στο τέρμα
3. παρασύρω
4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω
5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος
6. εισπράττω
7. ικανοποιώ απαιτήσεις
8. διεξάγω δίκη ως δικηγόρος.
Greek Monotonic
ἐκβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ,
I. μτβ. του ἐκβαίνω, κάνω κάποιον να βγει, να εξέλθει, να βαδίσει προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ἐκβ. ποταμόν, εκτρέπω τη ροή ενός ποταμού, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐκβ. τινὰ δικαίων λόγων, σταματώ, διακόπτω κάποιον από τη συζήτηση του ζητήματος της δικαιοσύνης, σε Θουκ.
2. αποβιβάζω κάποιον από πλοίο, ξεμπαρκάρω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. Attic -βιβῶ Causal of ἐκβαίνω
1. to make to step out, Ar.; ἐκβ. ποταμόν to turn a river out of its channel, Hdt.:—metaph., ἐκβ. τινὰ δικαίων λόγων to stop one from discussing the question of justice, Thuc.
2. to land one from a ship, disembark, Thuc.
Lexicon Thucydideum
educere (e navi), to disembark (from a ship), exponere in terram, to set ashore, 3.81.2, [Vat. Vatican manuscript ἐκβιάζοντες] 6.64.1, [Vat. iterum et alii Vatican again and others ἐκβιάζοιειν]. 7.39.2,
item likewise 8.41.3.
Transl. translate abstrahere, to drag away, withdraw, 5.98.1, [rursus iidem again the same ἐκβιάσαντες].