ελευθεριότητα
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐλευθεριότης)
νεοελλ.
1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων
2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη
αρχ.
η τήρηση του μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και της ασωτείας και της ανελευθερίας.