ελλάμπω

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ἐλλάμπω (AM)
φωτίζω, εμπνέω
αρχ.
1. λάμπω ζωηρά
2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι
3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.