τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
ἐλλάμπω (AM)φωτίζω, εμπνέωαρχ.1. λάμπω ζωηρά2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.