ελλάμπω

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

ἐλλάμπω (AM)
φωτίζω, εμπνέω
αρχ.
1. λάμπω ζωηρά
2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι
3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.