ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
ἐλλάμπω (AM)φωτίζω, εμπνέωαρχ.1. λάμπω ζωηρά2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.