εναρμόνιση
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
η
1. η πράξη του εναρμονίζω, το να κάνει κανείς κάτι ταιριαστό, αρμονικό, και μτφ. το να κάνει κανείς κάτι να συμφωνήσει, να ταιριάσει, να ευθυγραμμισθεί με άλλο
2. μουσ. η προσαρμογή της κατάλληλης μουσικής αρμονίας, της αρμονικής συνοδείας σ' ένα μελωδικό θέμα
3. (επικοιν.) η διασύνδεση δύο συστημάτων επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να μη χάνεται η πληροφορία.