εξάπλωση

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξάπλωσις) εξαπλώνω
άπλωμα, ανάπτυξη, ξετύλιγμα, τέντωμα
μσν.- νεοελλ.
διάδοση («δυσκολεύει τη διάδοση της σοφίας», Σολωμ.)
αρχ.
ερμηνεία, διασάφηση, ανάπτυξη.