εξαγγελτήριος

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

-ο και -α, -ο (AM ἐξαγγελτήριος, -ον)
εξαγγελτικός, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία.