εξακριβώνω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξακριβῶ) ακριβώ
εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)
μσν.
μέσ. εξιχνιάζω
αρχ.
1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾶλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦν τες», Αριστοτ.)
2. επεξεργάζομαι
3. περιγράφω με λεπτομέρειες
4. διαρκώ όσο πρέπει
5. μιλώ με ακρίβεια για κάτι.