εξελιγμένος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
και εξειλιγμένος, -η, -ο (AM έξειλιγμένος)
ξεδιπλωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά
2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη
εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι διαγράφεται από το ένα άκρο νήματος που έχει σταθερό μήκος και είναι περιτυλιγμένο γύρω από τη δοθείσα καμπύλη, καθώς το νήμα ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εντελώς τεντωμένο, ενώ το άλλο άκρο του είναι σταθερά συνδεδεμένο με ένα σημείο της δοθείσας καμπύλης.