εξοικονομώ

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξοικονομῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εξασφαλίζω τα αναγκαία για κάθε περίπτωση
2. διευκολύνω, βοηθώ κάποιον
αρχ.
1. αφήνω στην άκρη, αποθηκεύω
2. απαλλοτριώνω, πουλώ
3. πραγματεύομαι ένα θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο-νομώ (< οικονόμος)].