απαλλοτριώνω

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπαλλοτριῶ, -όω)
νεοελλ.
αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω
2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ
3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω, ξεχωρίζω
β) αλλάζω, μεταβάλλω.