επάνθηση

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπάνθησις) επανθώ
άνθηση
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων)
2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα.