επίβαθρον
From LSJ
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
Greek Monolingual
ἐπίβαθρον, το (Α) βάθρον
1. ναύλο για επιβίβαση
2. μίσθωμα, ενοίκιο
3. διόδια
4. επιβάθρα
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά)
θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο
6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» — βάθρο για αοιδό
β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» — το μέρος όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά.