επίβαθρον

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ἐπίβαθρον, το (Α) βάθρον
1. ναύλο για επιβίβαση
2. μίσθωμα, ενοίκιο
3. διόδια
4. επιβάθρα
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά)
θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο
6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» — βάθρο για αοιδό
β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» — το μέρος όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά.