επανορθωτής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
ο (Α ἐπανορθωτής) επανορθώνω
αυτός που επανορθώνει
αρχ.
1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος της παρατάξεως σε ώρα μάχης
2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους Ρωμαίους corrector civitatis
3. (για συγγράμματα) αυτός που επιφέρει διορθώσεις
4. φρ. «επανορθωτής τών τρόπων» — αξίωμα ρωμαϊκό, ο επόπτης τών ηθών, λατ. corrector morum («ἐπανορθωτής τῶν τρόπων αἱρεθείς», Δίων Κάσσ.).