επικυδής

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ἐπικυδής, -ές (Α)
(συνήθως συγκρ. έπικυδέστερος, -α, -ον)
1. ένδοξος, επιφανής
2. λαμπρός, πετυχημένος («ἐπικυδέστερα τὰ πράγματα θἄτερ’ ἐποίησεν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύδος «δόξα»].