επιλείπω

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

ἐπιλείπω (Α)
1. αφήνω, εγκαταλείπω
2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ», Πλάτ.)
3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.)
4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)
5. εξαντλούμαι, στερεύω, ξεραίνομαι
6. είμαι ελλιπής («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», Ξεν.)
7. μένω πίσω.