επιχειροτονώ

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

ἐπιχειροτονῶ, -έω (Α)
1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση της χειρός
2. επικυρώνω,
επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο-τονώ].