ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
επίχωμα
1. συσσωρεύω χώμα, κάνω επιχωμάτωση
2. υψώνω το έδαφος με επιχωμάτωση.