φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ἑτερώνιος, -ον (Μ)αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλώνιος)].