ετνηρός

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

ἐτνηρός, -ά, -όν (Α) έτνος
αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.).