ετοιμοπαράδοτος

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. απαράδοτος].