ευαρέστηση

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η (Α εὐαρέστησις) ευαρεστώ
1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.)
2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα
αρχ.
1. εύνοια («ἤ διὰ φόβον ἢ δι' εὐαρέστησιν», Ιώσ.)
2. (για θεραπεία ή για φάρμακο) η ανακούφιση.