ευγεώργητος
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
Greek Monolingual
εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. αγεώργητος].