Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
εὐκαμπής, -ές (ΑΜ)
ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.)
2. (για πύον) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυκαμπής, οξυκαμπής].