ευσέληνος
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)
1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης
2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.