ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) εφευρίσκωεπινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.).