εύπνους
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ εὔπνους, -ουν, Α και ἐϋπνοος, -οον)
1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικά
αρχ.
1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα
2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα
3. (για τον αέρα) δροσερός, καθαρός
4. αυτός που απαλλάσσει από την δύσπνοια, που επιφέρει διαπνοή, π.χ. ένα φάρμακο, το λουτρό κ.λπ.
5. αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πνους (< πνόος)].