εἰδοφορέω
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
represent or express (in dancing), D.H.7.72.
Spanish (DGE)
representar, ejecutar, realizar τὰς πολεμικὰς καὶ συντόνους κινήσεις en la danza pírrica, D.H.7.72, τὴν σίκιννιν D.H.7.72.
German (Pape)
[Seite 724] darstellen, Dion. Hal. 7, 72.
French (Bailly abrégé)
εἰδοφορῶ :
offrir l'aspect de, représenter.
Étymologie: εἶδος, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοφορέω: παριστῶ γενικῶς κατ’ εἶδος, Διον. Ἁλ. 7. 72.