εἰκοσάς
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
εἰκοσάδος, ἡ, score, Orac. ap. Luc.Alex.11, Vett. Val.339.1, S.E. M.4.32, Hierocl. in CA20p.464M.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
veintena, veinte εἰ. τρισάριθμος tres veces veinte e.e. sesenta Orác. en Luc.Alex.11, ἕως εἰκοσάδος καὶ ἑπτάδος hasta veintisiete Aristid.Quint.126.9, ἔτι δὲ καὶ τῆς εἰκοσάδος δεσπόζει ὁ Ἥλιος Vett.Val.325.15, cf. S.E.M.4.32, Iambl.in Nic.96.29, Procl.in R.2.317.
German (Pape)
[Seite 727] άδος, ἡ, die Zahl zwanzig (s. εἰκάς), Luc. Alex. 11 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
vingtaine, le nombre vingt.
Étymologie: εἴκοσι.
Russian (Dvoretsky)
εἰκοσάς: άδος ἡ число двадцать Luc., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσάς: -άδος, ἡ, = εἰκάς, Λουκ. Ἀλέξ. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 32.
Greek Monotonic
εἰκοσάς: -άδος, ἡ, = εἰκάς, σε Λουκ.