εὐγενίζω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγενίζω Medium diacritics: εὐγενίζω Low diacritics: ευγενίζω Capitals: ΕΥΓΕΝΙΖΩ
Transliteration A: eugenízō Transliteration B: eugenizō Transliteration C: evgenizo Beta Code: eu)geni/zw

English (LSJ)

ennoble, πόλιν Philem.180, cf. Lib.Eth.17.4.

German (Pape)

[Seite 1059] edel machen, adeln, τὴν πόλιν εὐγενίζεις Philem. fr. inc. 89.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενίζω: καθιστῶ τι εὐγενές, ἐξευγενίζω, πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐγενίζω) ευγενής
καθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζω
μσν.
(η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, -η, -ον
1. (για καταγωγή) ευγενικός
2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους.