εὐρυκοίλιος

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠκοίλιος Medium diacritics: εὐρυκοίλιος Low diacritics: ευρυκοίλιος Capitals: ΕΥΡΥΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: eurykoílios Transliteration B: eurykoilios Transliteration C: evrykoilios Beta Code: eu)rukoi/lios

English (LSJ)

εὐρυκοίλιον, hollow, of the right ventricle of the heart, Hp. Cord.4; with wide cavity, of the caecum, Ruf. ap. Orib.7.26.25.

German (Pape)

[Seite 1095] weitbäuchig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυκοίλιος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν κοιλίαν, Ἱππ. 269. 2.

Greek Monolingual

εὐρυκοίλιος, -ον (Α)
1. (για τη δεξιά κοιλία της καρδιάς) πολύ κοίλη
2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευκοίλιος, στενοκοίλιος].