εὑρέτις
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
(parox.), ιδος, fem. of εὑρετής, S.Fr.101 (v.l. εὑρετής), Secund.Sent. 10 (v.l. εὑρετής); acc. εὑρέτιν D.S.1.25 (this form determines the accent; for the acc. of εὑρετίς would be εὑρετίδα).
German (Pape)
[Seite 1092] ιδος, ἡ, fem. zu εὑρετής, die Erfinderinn, Soph. frg. 88; Antp. Sid. 35 (Plan. 220); der acc. εὑρέτιν, D. Sic. 1, 25, spricht gegen die Accentuation εὑρετίς, die dem masc. analog wäre.
Russian (Dvoretsky)
εὑρέτις: ιδος Soph., Diod. adj. f к εὑρετής.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ εὐρετῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 88· αἰτ. εὑρέτιν Διόδ. 1. 25· (ὁ τύπος οὗτος ὁρίζει τὸν τόνον· διότι ἡ αἰτ. τοῦ εὑρετὶς θὰ ἦτο εὑρετίδα)
Greek Monolingual
η (Α εὑρέτις, -ιδος)
βλ. ευρετής.
English (Woodhouse)
(see also: εὑρετής) inventress