εὔνυμφος

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνυμφος Medium diacritics: εὔνυμφος Low diacritics: εύνυμφος Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: eúnymphos Transliteration B: eunymphos Transliteration C: eynymfos Beta Code: eu)/numfos

English (LSJ)

εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.

Greek Monolingual

εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.