ζήτουλας

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source

Greek Monolingual

ο
ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. -ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)].