ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ζαφαράς, -άδος, ἡ (Μ)το φυτό κρόκος και η χρωστική ουσία που προέρχεται απ' αυτό, η ζαφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφορά].