ζαφαράς

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

ζαφαράς, -άδος, ἡ (Μ)
το φυτό κρόκος και η χρωστική ουσία που προέρχεται απ' αυτό, η ζαφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφορά].