ζυγομαχία
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: ζῠγομᾰχία | Medium diacritics: ζυγομαχία | Low diacritics: ζυγομαχία | Capitals: ΖΥΓΟΜΑΧΙΑ |
Transliteration A: zygomachía | Transliteration B: zygomachia | Transliteration C: zygomachia | Beta Code: zugomaxi/a |
ἡ, quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.
[Seite 1141] ἡ, Streit, Aristaen. 2, 2.
ζῠγομᾰχία: ἡ, ἔρις, μάχη, Ἀρισταίν. 2. 2, Ἐκκλ.
ζυγομαχία, ἡ (Α) ζυγομαχώ
1. έριδα, φιλονικία, μάχη
2. εσωτερική πάλη.