ημερίς

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

ἡμερίς, ἡ (Α) ήμερος
1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα
2. η ήμερη βαλανιδιά
3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» — η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.).