ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
ἠπειρόθεν (Α)
επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. -θεν].