ηφαιστειακός
From LSJ
κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα ηφαίστεια, ηφαίστειος («ηφαιστειακή ενέργεια»)
2. μτφ. εκρηκτικός, παράφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + κατάλ. -ακος (πρβλ. μουσειακός, οικογενειακός)].