ηφαιστειακός

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα ηφαίστεια, ηφαίστειος («ηφαιστειακή ενέργεια»)
2. μτφ. εκρηκτικός, παράφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + κατάλ. -ακος (πρβλ. μουσειακός, οικογενειακός)].