θαλαμοφύλακας

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

ο
υπεύθυνος για τη φύλαξη θαλάμου στρατώνα, οικοτροφείου κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + φύλακας. Η λ. στον λόγιο τ. θαλαμοφύλαξ μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].