θεαροδόκος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Dor. for θεωροδόκος.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωροδόκος, die θεωροί aufnehmend, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱροδόκος: -δοκία, Δωρ. ἀντὶ θεωρ-.
Greek Monolingual
θεαροδόκος, -ον (Α)
δωρ. τ. του θεωροδόκος.