θεμελίωση

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

η (Α θεμελίωσις) θεμελιώνω
το σύνολο τών εργασιών που αποσκοπούν στην έδραση ενός οικοδομήματος, η τοποθέτηση θεμελίων, το θεμέλιωμα («η θεμελίωση έγινε πάνω σε βράχο»)
νεοελλ.
1. όρυγμα υποδοχής τών θεμελίων
2. το θεμέλιο
3. μτφ. καθίδρυση, ίδρυση, στήσιμο
4. μτφ. στήριξη, εδραίωση, τεκμηρίωση.