θεοστιβής

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοστῐβής Medium diacritics: θεοστιβής Low diacritics: θεοστιβής Capitals: ΘΕΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: theostibḗs Transliteration B: theostibēs Transliteration C: theostivis Beta Code: qeostibh/s

English (LSJ)

θεοστιβές, trodden by God, δειράς Limen.21; πυλεῶνες Procl.H.7.7.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, von Gott betreten, E. M. 445, 51 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεοστιβής: -ές, πατηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, γῆ Πρόκλ. Ὕμν. 6. 6, Γρηγ. Ναζ 2, 949 (Migne) θεόστῐβος, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8795.

Greek Monolingual

θεοστιβής, -ές (AM)
αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδοστιβής, χθονοστιβής].