θερμόαιμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ζωηρός
2. ευέξαπτος, ευερέθιστος
3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους, αντί του ορθού ομοιόθερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -αιμος < αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].