θολαίνω

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

θολαίνω) θολός
1. (μτβ.) θολώνω, καθιστώ κάτι θολό, θαμπό
2. (αμτθ.) χάνω την καθαρότητα ή τη λάμψη μου, θαμπώνω, σκοτεινιάζω (α. «και το νερό θολάθη», Ερωτόκρ.
β. «να θολαθεί η σελήνη», Τζάν.).