κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
τοθόρυβος, ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. βογγητό, κυνηγητό)].