θορυβητό

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

το
θόρυβος, ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. βογγητό, κυνηγητό)].